Προς: τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του ΕΜΣΤ - Για τον Εσωτερικό Κανονισμό του ΕΜΣΤ 28/09/08
Μιχάλης Παπαδάκης, γλύπτης
Εκπρόσωπος του ΕΕΤΕ στο Δ.Σ. του ΕΜΣΤ
Αθήνα, 28/9/2008
 
Προς:
τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του ΕΜΣΤ, τον κ. Κ. Γριβέα,
τα μέλη του Δ.Σ. του ΕΜΣΤ, και
τη Διευθύντρια του ΕΜΣΤ, την κα. Α. Καφέτση
 
ΘΕΜΑ: Για τον Εσωτερικό Κανονισμό του ΕΜΣΤ
 
            Στις τελευταίες συνεδριάσεις του ΔΣ γίνονται κάποιες συζητήσεις επάνω στο σχέδιο Εσωτερικού Κανονισμού (ΕΚ) που έχει υποβληθεί, χωρίς να γίνεται συζήτηση προκειμένου να προσδιοριστεί ο ειδικός χαρακτήρας και ο ιδιαίτερος ρόλος του Μουσείου.
Κατά την κρίση μου πρέπει να δοθεί απάντηση στα δύο ακόλουθα ερωτήματα:
1.Σε τι διαφέρει ειδικός χαρακτήρας του ΕΜΣΤ από αυτόν των άλλων μουσείων, όπως π.χ. των αρχαιολογικών κ.λπ. μέχρι και των Μοντέρνας Τέχνης;
2.Σε τι μπορεί να διαφέρει το ΕΜΣΤ από τα άλλα μουσεία Σύγχρονης Τέχνης, ώστε να λειτουργεί σε παγκόσμια δικτυακή σχέση με αυτά, κατακτώντας οργανικά έναν ρόλο ιδιαίτερο, και όχι αθροιστικό-ανταγωνιστικό;
 
           
Ο ΕΚ οφείλει να εκφράζει τον ειδικό χαρακτήρα και τον όποιο ιδιαίτερο ρόλο του ΕΜΣΤ καθώς και τις στρατηγικές του στοχεύσεις.
           
Είναι φανερό, από την πρόταση ΕΚ και τις επισημάνσεις πάνω σ’ αυτήν, ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικές απόψεις, και οφείλουμε να αποφασίσουμε, σε ποια από τις τρεις επάνω θα δομηθεί ο ΕΚ.
 
           
Η πρώτη άποψη είναι αυτή που εισηγείται η κ. Διευθύντρια με το σχέδιο του ΕΚ. Η πρόταση αυτή στοχεύει στη δημιουργία ενός συστήματος «αυτάρκειας», το οποίο αποτελείται από πλήθος τμημάτων και περίκλειστων ειδικοτήτων και αρμοδιοτήτων, τόσο για το επιστημονικό προσωπικό, όσο και το βοηθητικό.
           
Το πλήθος των ιδιαίτερων τμημάτων, που προτείνει το σχέδιο ΕΚ και το οποίο προκύπτει επί της ουσίας από τον τεμαχισμό 2-3, το πολύ, επιστημονικών τομέων, διαιρεί τεχνητά το επιστημονικό σώμα, με φυσικό επακόλουθο να “βασιλεύει” ο Διευθυντής ως ο μόνος συνεκτικός παράγοντας.
           
Η δομή αυτή επιβάλλει στα άτομα του επιστημονικού προσωπικού αυστηρή μονομέρεια, και μέσα από αυτήν τα περιορίζει σε διεκπεραιωτές των προσωπικών συλλήψεων του εκάστοτε Διευθυντή. Έτσι, όμως, υπονομεύεται η δημιουργικότητα των μελών της επιστημονικής ομάδας, και στη θέση της εισάγεται ο ανταγωνισμός για τη “συμπάθεια του Διευθυντή”.
           
Αυτό, βέβαια, θα επιτρέπει και στον εκάστοτε Διευθυντή να οικειοποιείται ανεξέλεγκτα τις πολιτιστικές επιλογές του Μουσείου.
           
Αυτό που τελικά προτείνει το σχέδιο ΕΚ είναι ένα κλειστό γραφειοκρατικό σύστημα, εχθρικής στάσης (ή «αυτάρκειας») απέναντι στην ενεργό συμμετοχή της καλλιτεχνικής και επιστημονικής-ερευνητικής κοινότητας.
           
Επακόλουθο, επίσης, της γραφειοκρατικής συγκρότησης είναι η παραγωγή της ανάλογης προστατευτικής ιδεολογηματικής “ομπρέλας”, που αποκλείει κάθε άλλη θεωρητική αντίληψη ως φορέα νέων πρακτικών που απειλούν την ήρεμη ακαμψία και την ημιαπασχόληση της κατακτημένης μονιμότητας.
           
Σήμερα, ήδη, μπορούμε να ανιχνεύουμε αυτού του τύπου τις σχέσεις διαπροσωπικής εξάρτησης να καθρεφτίζονται στη μονομερή προσκόλληση του Μουσείου στην άποψη εν είδη αξιώματος ότι: η Τέχνη είναι ιδεολογικές αναπαραστάσεις. Αυτό το δήθεν αξίωμα, που, δυστυχώς, έχει επιβληθεί ως ο κύριος “μπούσουλας” για τις επιλογές της μέχρι τώρα πολιτιστικής πολιτικής, απομονώνει εν τέλει το ΕΜΣΤ από την επιστημονική και καλλιτεχνική κοινότητα, καθώς −όπως είναι γνωστό− αυτό το δήθεν αξίωμα εκφράζει ένα μόνο μέρος της διεθνούς θεωρητικής διαμάχης και ένα πολύ μικρότερο της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
 
           
Η δεύτερη άποψη δεν έχει διατυπωθεί ολοκληρωμένα, αλλά βγαίνει από τη μέχρι τώρα κριτική στο προτεινόμενο σχέδιο ΕΚ. Προσανατολίζεται σ’ ένα μουσείο με μικρότερο σε αριθμό προσωπικό, που θα συντηρεί πάγιες λειτουργίες όπως συντήρηση, τεκμηρίωση, προβολή και αποθήκευση συλλογών. Η διεύρυνση των δραστηριοτήτων του Μουσείου, με αντίστοιχες προσλήψεις, σε τομείς «ακραιφνών δράσεων […] όπως η έρευνα», θα είναι ευθέως ανάλογη με τη διεύρυνση των οικονομικών πόρων του Μουσείου από χρηματοδοτήσεις-χορηγίες. Με άλλα λόγια: προκειμένου να μην είναι μόνο μια αποθήκη και μια εκθεσιακή βιτρίνα, ο κύριος στόχος του Μουσείου θα γίνει η αναζήτηση ιδιωτικών χορηγιών, μέσα από τις οποίες θα αναπτύσσει και τις «ακραιφνείς δράσεις» του. Ή αλλιώς: οι χορηγίες θα καθορίζουν την πολιτιστική του πολιτική.
           
Η σύνδεση, όμως, του Μουσείου με τη αγορά Τέχνης μέσω χορηγιών σημαίνει ότι στο επίπεδο της Τέχνης και της θεωρίας της Τέχνης θα είναι προσανατολισμένο στιςκαθιερωμένες ήδη “αξίες” (δηλαδή στο παρελθόν) και σε όποιο μαϊμούδισμα τις αντικατοπτρίζει στον ελλαδικό χώρο. Και μ’ αυτόν τον τρόπο θα παριστάνει το Μουσείο ότι συνδέεται με το διεθνές γίγνεσθαι. Αυτό, όμως, θα κάνει το Μουσείο να ξεπέσει ακόμη περισσότερο σε απλό διαχειριστή “ξεδιαλεγμένων” ήδη καλλιτεχνικών τάσεων, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί οριστικά από την επιστημονική αποστολή του.
           
Και αυτή η άποψη είναι τελικά εχθρική σ’ ένα μουσείο ανοιχτό στην καλλιτεχνική και επιστημονική-ερευνητική κοινότητα, προς όφελος ενός επαρχιώτικου καλλιτεχνικούfranchise, ανάλογου με τα εισαγόμενα προϊόντα των χορηγών του.
 
           
Οι δύο αυτές απόψεις συναντώνται με μειώσεις προσωπικού και τον συγκερασμό τομέων (όπως προτείνεται), παράγοντας ένα σχήμα μικρότερου μεγέθους, κρατώντας όμως τον κοινό πυρήνα της γραφειοκρατικής δομής, που καθιστά το Μουσείο ουραγό της αγοράς Τέχνης (franchise), σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο.
           
Με τις δύο αυτές απόψεις χάνεται ο ειδικός χαρακτήρας του ΕΜΣΤ, που το ξεχωρίζει από τα άλλα μουσεία (αρχαιολογικά κ.λπ. μέχρι Μοντέρνας Τέχνης). Χάνεται επίσης ο ιδιαίτερος ρόλος του ανάμεσα στα άλλα μουσεία Σύγχρονης Τέχνης. Το αποτέλεσμα θα είναι να γίνει το ΕΜΣΤ ακόμη ένα μουσείο (αθροιστικά) που, φιλόδοξα διαγκωνιζόμενο τα άλλα, θα πάρει και αυτό μια “αξιοπρεπή” θέση. Αυτό, όμως, είναι το αισιόδοξο σενάριο, με προϋπόθεση ότι “πέσει πολύ χρήμα”. Το ρεαλιστικό είναι ότι θα παραμείνει στο ρόλο του επαρχιώτικου franchise.
 
           
Η τρίτη άποψη, η δική μου, καταγεγραμμένη και σε παλαιότερα κείμενα, ζητά το Μουσείο −επειδή ακριβώς είναι ΕΘΝΙΚΟ και επειδή ακριβώς έχει ως αντικείμενο την ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ− να είναι ένα αυστηρά επιστημονικό-ερευνητικό ίδρυμα με αποκλειστική ευθύνη της πολιτείας. Αυτό δεν αποκλείει την ιδιωτική χορηγία, αλλά δεν εξαρτάται από αυτήν, ούτε την ανταλλάσσει με πολιτιστικές πολιτικές. Η συμμετοχή της ιδιωτικής χορηγίας στην ανάπτυξη ενός Εθνικού Ιδρύματος είναι από μόνη της ύψιστη τιμή. Εάν δεν θεωρείται έτσι, δεν είναι χορηγία, αλλά εμπορική συναλλαγή.
           
Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης δεν μπορεί να λειτουργεί όπως τα άλλα μουσεία, που η κύρια αποστολή τους είναι η καλή διαχείριση, μελέτη και προβολή προσδιορισμένων περιόδων και συλλογών.
           
Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, αντίθετα, πορεύεται μέσα στην πληθώρα της διαρκώς δημιουργούμενης Τέχνης σε ενεστώτα χρόνο. Οι αποφάνσεις του (εκθέσεις, συλλογές, εκδόσεις κ.λπ.) μόνο υπό διαρκή αίρεση από το ίδιο μπορούν να κατατίθενται.
           
Ο ειδικός χαρακτήρας του ΕΜΣΤ, που του επιβάλλει να διαφέρει στη λειτουργία του από τα άλλα μουσεία (αρχαιολογικά κ.λπ. μέχρι και Μοντέρνας Τέχνης) είναι ακριβώς ότι ΔΕΝ έχει να κάνει με μια περίοδο του παρελθόντος. Έχει να κάνει με το υπό μελέτη πρόσφατο παρελθόν, το εν ενεργεία μη προσδιορισμένο παρόν, και είναι ανοιχτό στο άγνωστο μέλλον.
          
Ο ιδιαίτερος ρόλος του ΕΜΣΤ ανάμεσα στα άλλα μουσεία Σύγχρονης Τέχνης θα είναι η συμβολή του:
α)
στο επίπεδο της θεωρίας: η διαρκής επαναδιαπραγμάτευση, με επιστημονικά κριτήρια, των κριτηρίων της Τέχνης, ώστε επιστημονικά να επαναεδραιώνεται σε όλο και μεγαλύτερο βάθος η ιστορική αιτιότητα της Τέχνης,
β)
στο επίπεδο της εικαστικής δημιουργίας: η διαρκής επαναδιαπραγμάτευσή της, ενεργοποιώντας τους καλλιτέχνες. Πρώτα αυτούς που δημιουργούν στον επιμέρους ιστορικό και φυσικό του χώρο, και μέσω αυτών στον ευρύτερο, παγκόσμιο ιστορικό χώρο δικτυακά.
           
Το «παγκόσμιο» δεν είναι μια κενή αφαίρεση. Το παγκόσμιο περιέχεται στο τοπικό,υπάρχει μέσα από αυτό και έτσι το καθορίζει. Αλλά, ταυτόχρονα, κινείται και αλλάζει από το τοπικό. Ένα παράδειγμα για να γίνω πιο παραστατικός: Ο Θεόφιλος είναι τοπικός (Έλληνας) ή παγκόσμιος καλλιτέχνης; Η δική μου απάντηση είναι ότι είναι παγκόσμιος και γι’ αυτό καλλιτέχνης.
           
Η συγκέντρωση της προσοχής, που οφείλει να επιδείξει το ΕΜΣΤ ως Εθνικό Ίδρυμα στο καλλιτεχνικό υλικό του ιστορικού και φυσικού χώρου όπου ιδρύθηκε και λειτουργεί,ξεκινά από τη ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΗ να εμβαθύνει επιστημονικά στονΟΥΤΩΣ Ή ΑΛΛΩΣ, παγκόσμιο χαρακτήρα της Τέχνης.
          
Εάν δεν το κάνει αυτό, δεν θα είναι σε θέση να έχει ένα πεδίο έρευνας −με τους πόρους που μπορεί να διαθέτει− το οποίο θα του επιτρέπει να διευρύνει το πεδίο της έρευνάς του, συνεργαζόμενο με τα άλλα μουσεία Σύγχρονης Τέχνης σε παγκόσμιο επίπεδο.
           
Εάν δεν έχει αυτό το φυσικό πεδίο της έρευνάς του ως εφαλτήριο, θα καταντήσει, οριστικά πλέον, άλλη μια (αθροιστικά) εκθεσιακή βιτρίνα επίδειξης της εκάστοτε μόδας που πλασάρεται από τα διάφορα μητροπολιτικά κέντρα ως παγκόσμια Τέχνη.
           
Ο κυρίαρχα ερευνητικός χαρακτήρας του Μουσείου θέτει ως προϋπόθεση να είναι το Μουσείο απόλυτα ανοιχτό στη ΦΥΣΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ της επιστημονικής και καλλιτεχνικής κοινότητας και να καθοδηγείται από αυτήν συλλογικά σ’ ό,τι αφορά τον πολιτιστικό του προσανατολισμό, χωρίς περιορισμούς και κατευθυντήριες γραμμές σκοπιμότητας.
           
Μόνο με αυτή την προϋπόθεση θα μπορέσει να παίζει τον επιστημονικό του ρόλου σε μια σύγχρονη, πολύπλευρα εκδηλωνόμενη καλλιτεχνική δημιουργία, όπου η επιστημονική θεώρησή της έχει πολλά και διαφορετικά ζητήματα να ανακαλύπτει.
           
Μόνο με αυτή την προϋπόθεση, επίσης, θα γίνει και πραγματικά ικανό να εκπληρώνει την κύρια αποστολή του ως Εθνικό Ίδρυμα, που είναι η συμβολή του στην πολιτιστική ανάπτυξη του κοινού, που το πληρώνει.
           
Στη βάση των πιο πάνω, η σύνδεση του Μουσείου με το παγκόσμιο γίγνεσθαι θα είναι οργανικό, φυσικό επακόλουθο της δραστηριότητάς του, και όχι επίπλαστο προϊόν μιας δήθεν προσπάθειας, όπως είναι μέχρι σήμερα.
 
 
            Με τον ισχύοντα νόμο, αυτό που μπορεί να γίνει προς την κατεύθυνση που προτείνω είναι:

1)
Το Δ.Σ. να συγκροτήσει Συμβουλευτική Επιστημονική Επιτροπή (ΣΕΕ)αποτελούμενη από εκπροσώπους, που ορίζονται από τα επιστημονικά και καλλιτεχνικά ιδρύματα και φορείς της χώρας. Η ΣΕΕ συνεδριάζει κανονικά 1 (μία) φορά το μήνα, και εκτάκτως, εφόσον το κρίνει αναγκαίο. Οι αμοιβές των μελών της είναι οι αποζημιώσεις για τις συνεδριάσει, όπως ορίζεται από το νόμο.
Στις κύριες δραστηριότητες αυτής της συμβουλευτικής επιτροπής είναι:
α) να επεξεργάζεται την ετήσια πολιτιστική πολιτική του Μουσείου,
β) να επεξεργάζεται τους ερευνητικούς τομείς, στους οποίους θα δώσει προτεραιότητα το Μουσείο κατά την επόμενη προγραμματική περίοδο.
γ) να αποφαίνεται πρωτοβάθμια για τους υποψηφίους προς πρόληψη με σύμβαση έργου επιστήμονες και καλλιτέχνες ερευνητές προς το Δ.Σ.,
δ) να κάνει την αποτίμηση των αποτελεσμάτων της επιστημονικής δουλειάς των προσώπων και του Μουσείου,
ε) να αποφαίνεται για την αποδοχή ή μη[1] δωρεών για τις συλλογές του Μουσείου, και
στ) να αποφαίνεται για αγορές έργων, οι οποίες πρέπει να είναι αποκλειστικά συνδεδεμένες με τις ερευνητικές δραστηριότητες του Μουσείου.

2)
Το ΔΣ προσλαμβάνει τον εκάστοτε Πρόεδρο, που εκλέγει η ΣΕΕ, ως Επιστημονικό Σύμβουλο (ΕΣ) με σύμβαση ορισμένου χρόνου αντίστοιχο της θητείας του στη ΣΕΕ, ο οποίος εποπτεύει και συντονίζει τη λειτουργία των ερευνητικών εργασιών, και μετέχει με εισηγήσεις για τα ειδικά θέματα του αντικειμένου του στις συνεδριάσεις του ΔΣ, χωρίς ψήφο.

3)
Το ερευνητικό προσωπικό (επιστημονικό και καλλιτεχνικό), που κρίθηκε από το ΔΣ κατόπιν συμβουλευτικής
γνωμοδότησης της ΣΕΕ, θα προσλαμβάνεται με σύμβαση ορισμένου ερευνητικού έργου και χρόνου.
           
Το ερευνητικό προσωπικό λειτουργεί ως σώμα μία φορά την εβδομάδα τουλάχιστον με πρόεδρο τον Επιστημονικό Σύμβουλο. Στο ερευνητικό σώμα μετέχει ο Διευθυντής με ρόλο συνδέσμου με το μόνιμο προσωπικό του Μουσείου.
           
Οι τομείς ερευνητικού έργου περιλαμβάνουν τους τομείς, που αναγράφονται στον προτεινόμενο ΕΚ ως τομείς πάγιας λειτουργίας του Μουσείου (π.χ. η τεκμηρίωση, οι εκθέσεις, η εκπαίδευση κλπ.) θα είναι τομείς έρευνας, όπου θα δοκιμάζονται διαφορετικές αντιλήψεις και πρακτικές. Ένας άλλος τομέας είναι αυτός της ψηφιακής καταγραφής και μελέτης του συνόλου της δημιουργούμενης Τέχνης στην Ελλάδα, καθώς και άλλοι, που θα προτείνονται.

4)
Αυστηρός διαχωρισμός των διοικητικών από τα επιστημονικά καθήκοντα. ΟΔιευθυντής οφείλει να διασφαλίζει την καλή εσωτερική λειτουργία του οργανισμού, να συνεργάζεται με τον Επιστημονικό Σύμβουλο για τον πρακτικό συντονισμό της ερευνητικής δουλείας του Μουσείου και να διασφαλίζει την παροχή στελεχιακής και υλικής υποδομής στο ερευνητικό έργο των ερευνητών, χωρίς ανάμειξη στα θεωρητικά ζητήματα των ερευνών. Ο Διευθυντής ασκεί τα εισηγητικά του καθήκοντα, όπως ορίζονται από τον ισχύοντα νόμο, έχοντας την ευθύνη της σύνταξης και παρουσίασης στο Δ.Σ. των εισηγήσεων, συνδυάζοντας τις προτάσεις της ΣΕΕ με τις πρακτικές δυνατότητες του μόνιμου προσωπικού και της υλικής υποδομής του Μουσείου.
5)Το Γραφείο Επικοινωνίας και Τύπου να αυτονομηθεί ως Τμήμα, με επικεφαλήΣύμβουλο Επικοινωνίας (ΣΕ), ο οποίος διορίζεται από το Δ.Σ. με σύμβαση ορισμένου χρόνου −δυνάμενη να ανανεώνεται− και θα αναφέρεται απευθείας στο Δ.Σ.
           
Τα εξειδικευμένα στελέχη του Γραφείου Τύπου (π.χ. με δημοσιογραφική ιδιότητα) προσλαμβάνονται με σύμβαση έργου. Το λειτουργικό προσωπικό προέρχεται από τον τομέα του μόνιμου διοικητικού προσωπικού, ανάλογα με τις ανάγκες.
           
Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον τομέα αυτό, που θα προβάλλει τη δουλειά του Μουσείο σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, με σφαιρικότητα, με συνοχή και συνέχεια. Με μια υψηλού επιπέδου προβολή της δουλειάς του Μουσείου επιτυγχάνεται το να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό και ελκυστικό για τις ενδεχόμενες ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις. Στα καθήκοντα του Γραφείου Τύπου θα είναι και η ενημέρωση του Δ.Σ. για την απήχηση, τις κρίσεις −αρνητικές και θετικές− καθώς και τα ζητήματα που θέτει το ευρύτερο περιβάλλον (εθνικό και διεθνές) προς το Μουσείο. Στη βάση αυτής της ενημέρωσης, το Δ.Σ. αποφασίζει πότε και πώς ανταποκρίνεται. Ο διάλογος του Μουσείου με το ευρύτερο περιβάλλον του είναι ζωτικής σημασίας για το κύρος και το ρόλο του.
 
Μόνιμο προσωπικό
Στο πιο πάνω πλαίσιο, το μόνιμο προσωπικό του Μουσείου: βοηθητικό επιστημονικό (επιπέδου διαχείρισης πολιτιστικού προϊόντος κ.λπ.) και μη (περιλαμβάνει τους διοικητικούς υπαλλήλους και λοιπές αρμοδιότητες), θα είναι μεν διαφόρων ειδικοτήτων, αλλά θα προσλαμβάνεται με καθεστώς γενικών καθηκόντων, προκειμένου να μπορεί να στηρίζει την ευρεία γκάμα των ερευνητικών δραστηριοτήτων του Μουσείου. Από το μόνιμο προσωπικό στελεχώνονται, σε λειτουργικό επίπεδο, όλοι οι τομείς ανάλογα με τις πάγιες και έκτακτες ανάγκες τους. Εξαιρούνται οι επικεφαλείς και βοηθοί του Τμήματος των Οικονομικών και των Τεχνικών Υπηρεσιών του Μουσείου.
 
Τα πιο πάνω μπορούν να γίνουν με τον ισχύοντα νόμο. Η τεχνική επεξεργασία του ΕΚ βάσει των πιο πάνω προτάσεων για έναν καλό δικηγόρο είναι ζήτημα ολίγων ημερών, εφόσον έχει σαφή καθοδήγηση.
 
Μιχάλης Παπαδάκης     
 
Επισυνάπτω έγχρωμη γραφική παράσταση των υπηρεσιών του Μουσείου (σχέδιο 3α).  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Designed by Design-It