Μιχάλης Παπαδάκης, γλύπτης
Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος
Μέλος του Δ.Σ. του Ε.Μ.Σ.Τ. (Εκπρόσωπος του Ε.Ε.Τ.Ε.)
ΚΡΑΤΙΚΟΪΔΙΩΤΙΚΑ, ΙΔΙΩΤΙΚΟΚΡΑΤΙΚΟΔΙΑΙΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ
ΚΑΙ ΟΙ ”ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ” ΤΟΥΣ
Μπορούμε να φανταστούμε Επιστημονική Έρευνα που τα αποτελέσματά της να κατευθύνονται από συμφέροντα τα οποία λειτουργούν μέσα από τους μηχανισμούς της Αγοράς;
Κι όμως, παρόλο που το Πείραμα ως Κριτήριο της Αλήθειας της Επιστήμης καθιστά αδύνατη την άμεση χειραγώγησή της, αυτή πραγματοποιείται, μέσα από χρηματοδοτήσεις που υπαγορεύουν προς τα πού αυτή θα στραφεί και πού θα σταματήσει.
Η κοινή γνώμη ταυτίζει την πορεία της Επιστήμης με τις εφαρμογές της, δηλαδή το καταναλωτικό προϊόν που έχει επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων, και αγνοεί το μεγάλο δράμα, που υφίστανται ομάδες ερευνητών με τον οικονομικό αποκλεισμό και, όχι λίγες φορές, με διώξεις.
Μπορούμε να φανταστούμε Καλλιτεχνική Δημιουργία που τα αποτελέσματά της να υπαγορεύονται από συμφέροντα μέσω των μηχανισμών της Αγοράς;
Πολύ εύκολα. Θεωρείται αυτονόητο από την κοινή γνώμη ότι η καλλιτεχνική προσφοράκαταξιώνεται μέσα από την ατομική ζήτηση.
Ο χορός των δισεκατομμυρίων στους “επάνω ορόφους“ – στον οποίον συμμετέχουν οίκοι δημοπράτησης, όμιλοι, ιδρύματα, εταιρείες και Κροίσοι της διεθνούς σκηνής – γύρω από κάποια έργα τέχνης, παρ’ όλα αυτά μοιάζει μυστήριο.
Το μυστήριο μεγαλώνει όταν, ως επιχειρηματολογία για τη διακίνηση χρηματικών μαζών, προβάλλεται ο υποκειμενικός ισχυρισμός κάποιων “πρόθυμων“ “θεωρητικών“ ότι τα κριτήρια στην εποχή μας έχουν αντικατασταθεί από έναν «θολό νοηματικό χώρο». (Στον «θολό χώρο» της αποκαλούμενης “Σύγχρονης Τέχνης“ που, όπως λένε, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι περιέχει, κάποιοι όμως γνωρίζουν τι δεν περιέχει. Περίεργο, δεν είναι; Μήπως είναι κατασκευασμένος;)
Οι Κατηγορίες της Τέχνης αντανακλούν τις ουσιαστικές σχέσεις που συνδέουν την Τέχνη με το Ιστορικό και Λογικό περιεχόμενο του συμπαντικού γίγνεσθαι. Μόνο με αυτή την προϋπόθεση μπορεί να διεξαχθεί μια σοβαρή θεωρητική συζήτηση, με επιστημονικότητα, για τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία.
Η «ομορφιά» είναι μια από αυτές τις κατηγορίες. Αν όμως, όπως ο κ. Ζενάκος (ΒΗΜΑ 30/1/05), δούμε την «ομορφιά ως βιώσιμη κριτική κατηγορία» –«βιώσιμη», a priori καντιανή κρίση που βεβαιώνεται (από ποιον;)– η θεωρητική συζήτηση ξεπέφτει σε μια σειρά ανοητο-snob διατυπώσεων του τύπου: «Ευχαριστώ δεν θα πάρω…».
Με τις ανοητο-snob διατυπώσεις χειρίζονται οι “διανοούμενοί“ μας και τις κοινωνικές έννοιες και κατηγορίες. Είναι κοινός τόπος το ότι ορισμένα ακόμη και συνταγματικά δικαιώματα που προασπίζουν ιστορικά καταξιωμένες ελευθερίες, όπως αυτήν της ελευθερίας της τέχνης, της επιστήμης και της παιδείας (άρθρο 16), κατόπιν στραγγαλίζονται από νομοθετικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις, που κατευθύνουν την προστασία και τις χρηματοδοτήσεις του κράτους προς τα ιδιωτικά Ιδρύματα, και τις στερούν από τους δημιουργούς της Τέχνης και της Επιστήμης. Εδώ το ερώτημα τίθεται πρώτα για την καπιταλιστική φύση του κράτους…
Είναι αφέλεια (;), τουλάχιστον, να κατηγορεί κανείς τους αμυντικούς θεσμούς ότι στραγγαλίζουν την Τέχνη, να τους εξισώνει με αυτούς των κρατικοϊδιωτικών υβριδίων και των ιδιωτικοκρατικοδίαιτων ιδρυμάτων που τους υπονομεύουν, προτείνοντας ότι ένας, χωρίς κοινωνικές διεκδικήσεις, «θολός χώρος» διασφαλίζει την “ελευθερία της Τέχνης“.
Π.χ.: Το υβριδικό νομικό καθεστώς των Μουσείων Σύγχρονης Τέχνης Αθήνας και Θεσσαλονίκης αναθέτει σ’ ένα συλλογικό όργανο (Διοικητικό Συμβούλιο) την ευθύνη «για την χάραξη της πολιτιστικής πολιτικής» τους και τη διαχείριση της χρηματοδότησής τους. Την ίδια στιγμή, όμως, δίνει την ελευθερία στον εκάστοτε υπουργό πολιτισμού να διορίζει τα μέλη του με προσωπική του επιλογή (πλην του εκπροσώπου του Ε.Ε.Τ.Ε.). Σε συνθήκες πραγματικής δημοκρατικής λειτουργίας της θεσμικής πυραμίδας, τα μέλη του Δ.Σ. θα ήταν εκπρόσωποι καλλιτεχνικών και επιστημονικών φορέων.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για τον Διευθυντή. Ο Διευθυντής έχει καθήκον «να σχεδιάζει … και να μεριμνά για την υλοποίηση της πολιτιστικής πολιτικής του Μουσείου» (που χαράσσει το Δ.Σ.). Αφού, όμως, δεν προσλαμβάνεται από το Δ.Σ. αλλά από τον υπουργό, σε περίπτωση διάστασής του με τη διοίκηση του μουσείου, εύκολα καταφεύγει στην «στήριξη του υπουργού» (συνέντευξη κας. Καφέτση, ΒΗΜΑ 21/11/04).
Η ιδιότυπη αυτή διαρχία που επιβάλλει ο “νόμος Βενιζέλου“ μεταμορφώνει το θεωρητικά επιστημονικό ίδρυμα σε εργαλείο «άσκησης προσωπικής πολιτιστικής πολιτικής» (κριτική του κ. Τατούλη στον κ. Βενιζέλο).
Ωστόσο, ο κ. Τατούλης, “αξιοποιώντας“ κι’ αυτός αυτό το καθεστώς, διακήρυξε τις προάλλες ότι «τα Μουσεία είναι ταυτισμένα με το πρόσωπο του διευθυντού τους», καταργώντας με μια μονοκονδυλιά και τον τυπικό μέχρι τώρα ρόλο των διορισμένων Δ.Σ. τους.
Αυτά όμως είναι “ψιλά και γράμματα“ και “διασκεδαστικά“ για τους “θεωρητικούς“ των “θεσμών“ της Αγοράς, που μας ορίζουν… Δυστυχώς.