Μιχάλης Παπαδάκης, γλύπτης Ελεύθερο Βήμα
ΕΜΣΤ: Τόπος πολιτικής συναλλαγής…
Φαίνεται ότι όλοι αναγνωρίζουμε ότι το πώς αντιμετωπίζεται η Τέχνη είναι, σε τελευταία ανάλυση, ένα πολιτικό ζήτημα, και η πολιτική συμπυκνωμένη οικονομία.
Φαίνεται ότι όλοι συμφωνούμε ότι ο ρόλος της εκάστοτε κυβέρνησης πρέπει να εξαντλείται στην περιφρούρηση και την ανάπτυξη του θεσμικού πλαισίου που διασφαλίζει την ελευθερία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και έκφρασης από κάθε μορφή χειραγώγησης, πολιτικής και οικονομικής.
Φαίνεται, όμως, ότι πολλοί –και μάλιστα σ’ αυτούς συγκαταλέγεται οι πλειονότητα των ίδιων των δημιουργών– δεν κατανοούν ότι οι μηχανισμοί της αγοράς που μετατρέπουν την καλλιτεχνική δημιουργία σε προϊόντα-εμπορεύματα ατομικής κατανάλωσης, σύρουν την Τέχνη έξω από το πλαίσιο προστασίας του άρθρου 16 του συντάγματος που την τοποθετεί δίπλα στην επιστήμη και την παιδεία. Βγαίνοντας έξω από αυτό το πλαίσιο του άρθρου 16, τοποθετείται στο πλαίσιο της αγοράς, όπου το «παιχνίδι» της προσφοράς και της ζήτησης καθορίζει τους όρους της ανάπτυξής της –από τη χειραγωγημένη προσφορά στο κατευθυνόμενο ατομικό γούστο.
Όλοι παραδέχονται ότι η εποχή μας έχει απαξιώσει την ποιότητα. Πόσοι, όπως, παραδέχονται ότι στη βάση αυτής της απαξίωσης, στο επίπεδο της Τέχνης, βρίσκεται η μεταμόρφωση του έργου Τέχνης σε προϊόν-εμπόρευμα; Η υπαγωγή δηλαδή μιας δραστηριότητας αναζήτηση της κοινωνικής αυτογνωσίας στο κατευθυνόμενο γούστου του πελάτη;
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επιταχύνεται παγκοσμίως η δημιουργία Μουσείων Σύγχρονης Τέχνης ως νευραλγικά κέντρα ελέγχου και επέκτασης της αγοράς τέχνης.
Στην Ελλάδα, η καθυστερημένη εμφάνιση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης –σε περίοδο που η παρακμή αυτών των διεθνών κέντρων έχει δημιουργήσει μεγάλες αμφισβητήσεις– του επιβάλλει, προκειμένου να ενσωματωθεί σε μια αγορά σε κρίση, να υιοθετεί τις πιο αποκρουστικές πρακτικές της διεθνούς εμπειρίας και να μεταμορφώνεται σε franchise.
Πρώτη απ’ όλες αυτές τις πρακτικές είναι η άμεση εξάρτηση των οργάνων του απ’ την εκάστοτε υπουργική πολιτική και τις οικονομικές πιέσεις που ασκούνται σ’ αυτήν.
Το γεγονός ότι τα όργανά του διορίζονται από τον εκάστοτε υπουργό (πλην του εκπροσώπου του ΕΕΤΕ) μετατρέπει το ΕΜΣΤ από εθνικό επιστημονικό ίδρυμα, που διοχετεύει επιστημονική γνώση και αισθητική διαπαιδαγώγηση στην κοινωνία, και τα όργανα του από συμβούλους της πολιτεία για τη συγκρότηση πολιτιστικής πολιτικής σε πεδίο συναλλαγής με τις «παράγκες» (ιδιωτικά ιδρύματα, αν προτιμάτε) για τα ποσοστά ελέγχου τους πάνω στο μουσείο. Αυτό εκφράζει στην πράξη η πολιτική του κυρίου Καραμανλή, δια στόματος Τατούλη, που παροτρύνει το ΕΜΣΤ (καθώς και άλλα θεσμικά όργανα της πολιτείας, όπως το ΕΕΤΕ) να στραφεί σε χορηγούς. Να βρουν, δηλαδή, τα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα λειτουργίας τους (την καταξίωσή τους) μέσα από τα ιδιωτικά συμφέροντα που από τη φύση τους δεν μπορούν να τα ανεχτούν ως τέτοια. Πώς, όμως, είναι δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο χωρίς να εκποιούν τη θεσμική τους ιδιότητα;
Αυτό είναι το πλαίσιο, μέσα στο οποίο μπορούν να αποκτήσουν νόημα σχιζοφρενικές καταστάσεις που επικρατούν σήμερα στο ΕΜΣΤ, όπως:
1. Το ΔΣ να «χαράσσει την πολιτιστική πολιτική του μουσείου», αλλά να πληροφορείται (η λέξη στα Πρακτικά του ΔΣ) για το Πρόγραμμα Δράσης του μουσείου την παραμονή της επίσημης εξαγγελίας του από την κυρία Διευθύντρια.
Πάλι, δηλαδή, το ΔΣ αναλαμβάνει την ευθύνη να εγκρίνει πληρωμές για δραστηριότητες, που όχι μόνον δεν τις έχει αποφασίσει, αλλά ούτε και έχει τη δυνατότητα να τις ελέγξει.
2. Επιλεκτική εφαρμογή της σύννομης λειτουργίας των διοικητικών οργάνων του Μουσείου.
3. Η κρίση της περασμένης περιόδου υποτίθεται ότι διευθετήθηκε, όπως ανήγγειλαν ορισμένες εφημερίδες, με το ότι μπήκε τάξη στο θέμα του κτιρίου με το διορισμό του κυρίου Γριβέα ως Πρόεδρου του ΔΣ.
Το πνεύμα των δημοσιευμάτων είναι: Τώρα μοιράστηκαν οι ρόλοι, το ΔΣ θα ασχολείται με το μπετόν αρμέ, και η Διευθύντρια με την πολιτιστική πολιτική που θα στεγάσει…
Παρακάτω σας παραθέτω ένα χαρακτηριστικό κομμάτι από το άρθρο του Α. Ζενάκου (ΒΗΜΑ 16/10/2005), χαρακτηριστικό για το πώς «παίζεται το παιχνίδι» από τα media-εργαλεία του ποικιλοτρόπως κρατικοδίαιτου ιδιωτικού ιδρύματος: «Η υπέρβαση των δυσκολιών. Για την ακρίβεια ο εορτασμός των πέντε χρόνων λειτουργίας του ΕΜΣΤ βρίσκει το μουσείου να έχει μόλις ξεπεράσει έναν απειλητικό σκόπελο, αφού η σύγκρουση ανάμεσα στη διευθύντρια, στον πρώην πρόεδρο του ΔΣ, ζωγράφο και ομότιμο καθηγητή του ΕΜΠ Σωτήρη Σόρογκα, και στο γλύπτη, πρόεδρο του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος και μέλος του ΔΣ Μιχάλη Παπαδάκη λίγο έλειψε να οδηγήσει, σύμφωνα με πληροφορίες, ακόμα και στη ματαίωση στέγασης του μουσείου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό θα ήταν τεράστιο τίμημα να πληρώσει κανείς προκειμένου να αποσπάσει τον έλεγχο της πολιτικής του μουσείου και μολονότι τόσο το υπουργείου Πολιτισμού, όσο και άλλοι παράγοντες του καλλιτεχνικού κόσμου, όπως τα μουσεία της Θεσσαλονίκης ή η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, απέφυγαν τεχνηέντως να πάρουν ξεκάθαρη θέση, ο κίνδυνος φαίνεται για την ώρα να έχει αποσοβηθεί. Οι καταγγελίες ότι η διευθύντρια του ΕΜΣΤ εμπόδιζε το ΔΣ να ελέγξει τη σύμβαση του έργου δεν έδειξαν να στηρίζονται πουθενά και έτσι ο νέος πρόεδρος του ΔΣ του ΕΜΣΤ Κυριάκος Γριβέας, ο οποίος έχει αντικαταστήσει τον παραιτηθέντα Σωτήρη Σόρογκα, θα έχει την εποπτεία του έργου. Οι εργασίες στο πρώην εργοστάσιο ΦΙΞ προγραμματίζεται να αρχίσουν –επιτέλους!– τον Μάρτιο του 2006 και να έχουν ολοκληρωθεί ως το τέλος του 2007. Άνοιγμα στο κοινό και στους νέους καλλιτέχνες. Εν τω μεταξύ –και παρά τις σποραδικές κορόνες περί “πραγματικής τέχνης” που δημοσιεύονται σε έντυπα όπως η εφημερίδα του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας– …». Σημειώστε ότι όλα αυτά τα γράφει ένας έγκριτος δημοσιογράφος του ιδρύματος, στηριζόμενος σε ανώνυμες πληροφορίες. Γιατί τις προτιμά από τα επίσημα κείμενα που δημοσιεύσαμε στην εφημερίδα μας, την οποία και διαβάζει; Επιπλέον, πώς γίνεται ο «έγκριτος» αυτός δημοσιογράφος τρεις μήνες πριν (ΒΗΜΑ 17/7/2005) να γράφει: «Βεβαίως, η αιτία του προβλήματος θα πρέπει πρωτίστως να αναζητηθεί στο νομικό πλαίσιο που θέλει τόσο το ΔΣ όσο και τον διευθυντή να διορίζονται από το ΥΠΠΟ (σε σοβαρές χώρες, το ΔΣ διορίζει τον διευθυντή). Το θέμα δηλαδή δεν είναι καθόλου αν έχει δίκιο ο Σωτήρης Σόρογκας, ο Μιχάλης Παπαδάκης ή η Άννα Καφέτση». Τι μεσολάβησε και τώρα γράφει τα εντελώς αντίθετα; Κάποιος του «τράβηξε τ’ αυτιά»; Για να μην τον αδικήσουμε βέβαια, το άρθρο της 17/7 ήταν «μια στο καρφί και πολλές στο πέταλο». Εμείς επιλέξαμε το κομμάτι που «βαράει στο καρφί» ή το «φύλλο συκής» αντικειμενικότητας.